Κατάλυση (Ablation) για Κολπική Μαρμαρυγή

Η Κολπική Μαρμαρυγή μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως ταχυπαλμίες, δύσπνοια, κόπωση και αυξημένο κίνδυνο σχηματισμού θρόμβων που μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλικό επεισόδιο. Η κατάλυση για κολπική μαρμαρυγή είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που στοχεύει στη θεραπεία αυτής της συχνής αρρυθμίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει ταχυπαλμίες, δύσπνοια και αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, λεπτοί καθετήρες εισάγονται μέσω μιας φλέβας στο πόδι και καθοδηγούνται μέχρι την καρδιά. Ο γιατρός χρησιμοποιεί προηγμένο ηλεκτροφυσιολογικό εξοπλισμό για να εντοπίσει τις περιοχές του καρδιακού ιστού που προκαλούν την ανώμαλη ηλεκτρική δραστηριότητα. Με τη χρήση ενέργειας ραδιοσυχνοτήτων (θερμότητας) ή κρυοθεραπείας (ψύξης), αυτές οι περιοχές καταστρέφονται, δημιουργώντας μικρές ουλές που εμποδίζουν τη μετάδοση των ανώμαλων ηλεκτρικών σημάτων. Συχνά, η κατάλυση επικεντρώνεται στην απομόνωση των πνευμονικών φλεβών, καθώς αυτές είναι συνηθισμένες πηγές ανώμαλων παλμών που οδηγούν σε κολπική μαρμαρυγή.

Η διαδικασία διαρκεί συνήθως 2-4 ώρες και γίνεται υπό γενική αναισθησία ή μέθη, ώστε ο ασθενής να είναι άνετος. Μετά την επέμβαση, ο ασθενής παρακολουθείται στο νοσοκομείο για 1-2 ημέρες. Η κατάλυση για κολπική μαρμαρυγή έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας, συμβάλλοντας στη σημαντική μείωση ή και εξάλειψη των συμπτωμάτων και μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς, μειώνοντας την ανάγκη για αντιαρρυθμικά φάρμακα όχι όμως και την ανάγκη για αντιπηκτική αγωγή. Οι κίνδυνοι της διαδικασίας είναι γενικά χαμηλοί, αλλά περιλαμβάνουν πολύ μικρή πιθανότητα αιμορραγίας, λοίμωξης, ή περικαρδιακής συλλογής. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, χορηγείται ηπαρίνη, ένα αντιπηκτικό φάρμακο, για να μειωθεί ο κίνδυνος σχηματισμού θρόμβων και επακόλουθου εγκεφαλικού επεισοδίου. Η πιθανότητα εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου κατά τη διάρκεια ή μετά από κατάλυση για κολπική μαρμαρυγή είναι πολύ χαμηλή, αλλά υπαρκτή. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται περίπου από 0,5% έως 1%. Είναι σημαντικό ο ασθενής να συζητήσει με τον γιατρό του τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους, ώστε να ληφθεί η καλύτερη απόφαση για τη θεραπεία του.